Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
elbow elbows

elbow (en)

  • (ανατομία) ο αγκώνας
    ⮡  I washed my elbow before my game.
    Έπλυνα τον αγκώνα μου πριν τον αγώνα μου.
ενεστώτας elbow
γ΄ ενικό ενεστώτα elbows
αόριστος elbowed
παθητική μετοχή elbowed
ενεργητική μετοχή elbowing

elbow (en)

  • διαγκωνίζομαι, περνάω σπρώχνοντας
    ⮡  They elbowed their way through (the crowd) to see who would be first to shake the winner’s hand.
    Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
    ⮡  He elbowed his way through the crowd.
    Πέρασε μέσα από το πλήθος σπρώχνοντας.