Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερσκελίζω < υπερ- + σκέλος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

υπερσκελίζω

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία