παραμερίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραμερίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παραμερίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραμερίζομαι | παραμεριζόμουν(α) | θα παραμερίζομαι | να παραμερίζομαι | ||
β' ενικ. | παραμερίζεσαι | παραμεριζόσουν(α) | θα παραμερίζεσαι | να παραμερίζεσαι | (παραμερίζου) | |
γ' ενικ. | παραμερίζεται | παραμεριζόταν(ε) | θα παραμερίζεται | να παραμερίζεται | ||
α' πληθ. | παραμεριζόμαστε | παραμεριζόμαστε παραμεριζόμασταν |
θα παραμεριζόμαστε | να παραμεριζόμαστε | ||
β' πληθ. | παραμερίζεστε | παραμεριζόσαστε παραμεριζόσασταν |
θα παραμερίζεστε | να παραμερίζεστε | (παραμερίζεστε) | |
γ' πληθ. | παραμερίζονται | παραμερίζονταν παραμεριζόντουσαν |
θα παραμερίζονται | να παραμερίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραμερίστηκα | θα παραμεριστώ | να παραμεριστώ | παραμεριστεί | ||
β' ενικ. | παραμερίστηκες | θα παραμεριστείς | να παραμεριστείς | παραμερίσου | ||
γ' ενικ. | παραμερίστηκε | θα παραμεριστεί | να παραμεριστεί | |||
α' πληθ. | παραμεριστήκαμε | θα παραμεριστούμε | να παραμεριστούμε | |||
β' πληθ. | παραμεριστήκατε | θα παραμεριστείτε | να παραμεριστείτε | παραμεριστείτε | ||
γ' πληθ. | παραμερίστηκαν παραμεριστήκαν(ε) |
θα παραμεριστούν(ε) | να παραμεριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραμεριστεί | είχα παραμεριστεί | θα έχω παραμεριστεί | να έχω παραμεριστεί | παραμερισμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραμεριστεί | είχες παραμεριστεί | θα έχεις παραμεριστεί | να έχεις παραμεριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραμεριστεί | είχε παραμεριστεί | θα έχει παραμεριστεί | να έχει παραμεριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραμεριστεί | είχαμε παραμεριστεί | θα έχουμε παραμεριστεί | να έχουμε παραμεριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραμεριστεί | είχατε παραμεριστεί | θα έχετε παραμεριστεί | να έχετε παραμεριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραμεριστεί | είχαν παραμεριστεί | θα έχουν παραμεριστεί | να έχουν παραμεριστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραμερίζομαι
|