Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουδόλως < ούδέ + ὅλως

  Επίρρημα επεξεργασία

ουδόλως

Ουδόλως με απασχολεί αν θα επιλέξεις να μην βγεις το βράδυ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία