κακοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κακοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κακοποιώ < αρχαία ελληνική κακοποιέω / κακοποιῶ < κακός + ποιέω / ποιῶ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ko.pi.iˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασία
κακοποιημένος, -η, -ο
- που έχει κακοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακοποιημένος