↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοποιημένος η κακοποιημένη το κακοποιημένο
      γενική του κακοποιημένου της κακοποιημένης του κακοποιημένου
    αιτιατική τον κακοποιημένο την κακοποιημένη το κακοποιημένο
     κλητική κακοποιημένε κακοποιημένη κακοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοποιημένοι οι κακοποιημένες τα κακοποιημένα
      γενική των κακοποιημένων των κακοποιημένων των κακοποιημένων
    αιτιατική τους κακοποιημένους τις κακοποιημένες τα κακοποιημένα
     κλητική κακοποιημένοι κακοποιημένες κακοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κακοποιώ < αρχαία ελληνική κακοποιέω / κακοποιῶ < κακός + ποιέω / ποιῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ko.pi.iˈme.nos/

κακοποιημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία