Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
truand truands

truand (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο επαγγελματίας επαίτης
  2. ο κακοποιός