maléfique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
maléfique | maléfiques |
maléfique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κακόβουλος
- κακοποιός
- les esprits maléfiques - τα κακοποιά πνεύματα