Ετυμολογία

επεξεργασία
maléfique < λατινική maleficus

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
maléfique maléfiques

maléfique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κακόβουλος
  2. κακοποιός
    les esprits maléfiques - τα κακοποιά πνεύματα