βια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βια | ||
γενική | της | βιας | ||
αιτιατική | τη | βια | ||
κλητική | βια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο. | ||||
Κατηγορία όπως «νια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβια θηλυκό
- (ποιητικό) βία, βιασύνη
- ※ Σε γνωρίζω από την κόψη
- του σπαθιού την τρομερή,
- σε γνωρίζω από την όψη
- που με βια μετρά τη γη.
- Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν
Συγγενικά
επεξεργασία- βιάζομαι (προφορά 1η, με συνίζηση)