Gewalt
Γερμανικά (de) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Gewalt (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Gewalten)
- η εξουσία
- die Gewalt des Geldes - η εξουσία του χρήματος
- η εξουσία
- die häusliche Gewalt gegen Frauen und Kinder - η οικογενειακή βία κατά των γυναικών και παιδιών
- η ορμή
- die Gewalt der Wellen - η ορμή των κυμάτων
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- Macht θηλυκό
- Gewalttätigkeit θηλυκό