effortlessly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | effortlessly |
συγκριτικός | more effortlessly |
υπερθετικός | most effortlessly |
Ετυμολογία
επεξεργασία- effortlessly < effortless + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαeffortlessly (en)
- άκοπα, αβίαστα, φυσικά, χωρίς προσπάθεια, με τρόπο που χρειάζεται λίγη ή καθόλου προσπάθεια, και αυτό φαίνεται εύκολο
- ⮡ The athlete completed the race effortlessly, winning first place.
- Ο αθλητής ολοκλήρωσε τον αγώνα άκοπα, κερδίζοντας την πρώτη θέση.
- ⮡ He walks effortlessly, as if he had no problem.
- Περπατάει αβίαστα, σαν να μην είχε κανένα πρόβλημα.
- ⮡ The music flows effortlessly from his fingers.
- Η μουσική ρέει φυσικά από τα δάχτυλά του.
- ⮡ He lifts weights effortlessly.
- Σηκώνει βάρη χωρίς καμιά προσπάθεια.
- ≈ συνώνυμα: naturally
- ⮡ The athlete completed the race effortlessly, winning first place.