effortless
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαeffortless (en) (χωρίς παραθετικά)
- αβίαστος, εύκολος, άκοπος, που χρειάζεται λίγη ή καθόλου προσπάθεια, για να φαίνεται εύκολο
- ⮡ The way he speaks is effortless and natural.
- Ο τρόπος που μιλάει είναι αβίαστος και φυσικός.
- ⮡ This task seems effortless, but in reality, it requires a lot of work.
- Η εργασία αυτή φαίνεται εύκολη, αλλά στην πραγματικότητα χρειάζεται πολύ δουλειά.
- ⮡ Learning the new language seemed effortless for him.
- Το να μάθει τη νέα γλώσσα φάνηκε άκοπο για εκείνον.
- ⮡ Their collaboration was effortless and natural, as if they had been working together for years.
- Η συνεργασία τους ήταν άκοπη και φυσική, σαν να συνεργάζονταν για χρόνια.
- ⮡ The way he speaks is effortless and natural.