παραθετικά
θετικός naturally
συγκριτικός more naturally
υπερθετικός most naturally

Ετυμολογία

επεξεργασία
naturally < natural + -ly

Επίρρημα

επεξεργασία

naturally (en)

  1. φυσικά, με τρόπο που θα περίμενε κανείς
      Naturally, you forgot to get the milk again.
    Φυσικά, πάλι ξέχασες να πάρεις το γάλα.
      Naturally, I agree with you.
    Φυσικά και συμφωνώ μαζί σου.
      Naturally, he got tired after so many hours of work.
    Φυσικά και κουράστηκε μετά από τόσες ώρες δουλειάς.
      Naturally, she would worry when you didn’t answer the phone.
    Φυσικά θα ανησυχούσε όταν δεν απάντησες στο τηλέφωνο.
      -”Are you coming to the party tonight?” -“Naturally!”
    -«Θα έρθεις στο πάρτι απόψε;» -«Φυσικά
     συνώνυμα: of course
  2. φυσικά, χωρίς ειδική βοήθεια, θεραπεία ή δράση από κάποιον
      Plants need light and water to grow naturally.
    Τα φυτά χρειάζονται φως και νερό για να αναπτυχθούν φυσικά.
      The enzyme is naturally present in garlic.
    Το ένζυμο υπάρχει φυσικά στο σκόρδο.
  3. φυσικά, ως φυσιολογικό, λογικό αποτέλεσμα κάτι
      This naturally leads me to my next point.
    Αυτό με οδηγεί φυσικά στο επόμενο μου σημείο.
      The topic arose naturally in the conversation.
    Το θέμα προέκυψε φυσικά στη συζήτηση.
  4. φυσικά, με τρόπο που δείχνει ή χρησιμοποιεί τις ικανότητες ή τις ιδιότητες με τις οποίες γεννιέται έναν άνθρωπο ή ένα ζώο
      She is naturally artistic.
    Είναι φυσικά καλλιτεχνική.
      They are naturally gifted when it comes to music.
    Είναι φυσικά ταλαντούχοι όταν πρόκειται για μουσική.
  5. φυσικά, αβίαστα, με χαλαρό και κανονικό τρόπο
      The music flows naturally from his fingers.
    Η μουσική ρέει φυσικά από τα δάχτυλά του.
      The conversation flowed naturally without tension.
    Η συζήτηση κύλησε αβίαστα και χωρίς εντάσεις.
      He walks naturally, as if he had no problem.
    Περπατάει αβίαστα, σαν να μην είχε κανένα πρόβλημα.
     συνώνυμα: effortlessly