naturally
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | naturally |
συγκριτικός | more naturally |
υπερθετικός | most naturally |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
naturally (en)
- φυσικά, με τρόπο που θα περίμενε κανείς
- ⮡ Naturally, you forgot to get the milk again.
- Φυσικά, πάλι ξέχασες να πάρεις το γάλα.
- ⮡ Naturally, I agree with you.
- Φυσικά και συμφωνώ μαζί σου.
- ⮡ Naturally, he got tired after so many hours of work.
- Φυσικά και κουράστηκε μετά από τόσες ώρες δουλειάς.
- ⮡ Naturally, she would worry when you didn’t answer the phone.
- Φυσικά θα ανησυχούσε όταν δεν απάντησες στο τηλέφωνο.
- ⮡ -”Are you coming to the party tonight?” -“Naturally!”
- -«Θα έρθεις στο πάρτι απόψε;» -«Φυσικά!»
- ≈ συνώνυμα: of course
- ⮡ Naturally, you forgot to get the milk again.
- φυσικά, χωρίς ειδική βοήθεια, θεραπεία ή δράση από κάποιον
- ⮡ Plants need light and water to grow naturally.
- Τα φυτά χρειάζονται φως και νερό για να αναπτυχθούν φυσικά.
- ⮡ The enzyme is naturally present in garlic.
- Το ένζυμο υπάρχει φυσικά στο σκόρδο.
- ⮡ Plants need light and water to grow naturally.
- φυσικά, ως φυσιολογικό, λογικό αποτέλεσμα κάτι
- ⮡ This naturally leads me to my next point.
- Αυτό με οδηγεί φυσικά στο επόμενο μου σημείο.
- ⮡ The topic arose naturally in the conversation.
- Το θέμα προέκυψε φυσικά στη συζήτηση.
- ⮡ This naturally leads me to my next point.
- φυσικά, με τρόπο που δείχνει ή χρησιμοποιεί τις ικανότητες ή τις ιδιότητες με τις οποίες γεννιέται έναν άνθρωπο ή ένα ζώο
- ⮡ She is naturally artistic.
- Είναι φυσικά καλλιτεχνική.
- ⮡ They are naturally gifted when it comes to music.
- Είναι φυσικά ταλαντούχοι όταν πρόκειται για μουσική.
- ⮡ She is naturally artistic.
- φυσικά, αβίαστα, με χαλαρό και κανονικό τρόπο
- ⮡ The music flows naturally from his fingers.
- Η μουσική ρέει φυσικά από τα δάχτυλά του.
- ⮡ The conversation flowed naturally without tension.
- Η συζήτηση κύλησε αβίαστα και χωρίς εντάσεις.
- ⮡ He walks naturally, as if he had no problem.
- Περπατάει αβίαστα, σαν να μην είχε κανένα πρόβλημα.
- ≈ συνώνυμα: effortlessly
- ⮡ The music flows naturally from his fingers.