δύσρευστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δύσρευστος | τὸ δύσρευστον | οἱ, αἱ δύσρευστοι | τὰ δύσρευστα |
Γενική | τοῦ, τῆς δυσρεύστου | τοῦ δυσρεύστου | τῶν δυσρεύστων | τῶν δυσρεύστων |
Δοτική | τῷ, τῇ δυσρεύστῳ | τῷ δυσρεύστῳ | τοῖς, ταῖς δυσρεύστοις | τοῖς δυσρεύστοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δύσρευστον | τὸ δύσρευστον | τοὺς, τὰς δυσρεύστους | τὰ δύσρευστα |
Κλητική | δύσρευστε | δύσρευστον | δύσρευστοι | δύσρευστα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δυσρεύστω | |||
Γενική-Δοτική | δυσρεύστοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδύσρευστος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ο δύσκολα ρευστός, που έχει αργή ροή (S.E.M. Σέξτος Εμπειρικός, adversus Mathematicos, 5.75)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δύσρευστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.