Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sauce sauces

sauce (en)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
sauce < salse, sause, sausse < δημώδης λατινική °salsa, κάτι αλατισμένο < λατινική salsus, αλατισμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sos/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sauce sauces

sauce (fr) θηλυκό

  1. η σάλτσα
  2. λέγεται για κάτι δευτερεύον, σε σχέση με κάτι άλλο που θεωρείται κύριο
  3. (μεταφορικά) (οικείο) η βροχή, η μπόρα
  4. πολύ μαλακό μολύβι
  5. υγρό που περιέχει πολύτιμο μέταλλο

Συγγενικά

επεξεργασία