sauce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sauce | sauces |
sauce (en)
- η σάλτσα
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sauce < salse, sause, sausse < δημώδης λατινική °salsa, κάτι αλατισμένο < λατινική salsus, αλατισμένος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sauce | sauces |
sauce (fr) θηλυκό
- η σάλτσα
- λέγεται για κάτι δευτερεύον, σε σχέση με κάτι άλλο που θεωρείται κύριο
- (μεταφορικά) (οικείο) η βροχή, η μπόρα
- πολύ μαλακό μολύβι
- υγρό που περιέχει πολύτιμο μέταλλο