Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαλαβούτι (el) ουδέτερο

  1. κολυμπώ παιδιάστικα πιτσιλώντας
  2. (ανεπίσημο) νερουλή ή υπερβολικά πολύ σάλτσα-σως