έμβαμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έμβαμμα < αρχαία ελληνική ἔμβαμμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈeɱ.va.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έμ‐βαμ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέμβαμμα ουδέτερο
- (γαστρονομία) ζωμός ή σάλτσα από κρέας με καρυκεύματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία έμβαμμα
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- έμβαμμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)