ἐμόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίαἐμόν
- (κτητική αντωνυμία) ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του ἐμός
- (κτητική αντωνυμία) αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ἐμός
Κτητικές αντωνυμίες
επεξεργασίαΓια έναν κτήτορα
επεξεργασία- α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (δικός μου, δική μου, δικό μου)
- β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
- γ' πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (δικός του, δική του, δικό του)