sableur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sableur | sableurs |
θηλυκό | sableuse | sableuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsableur (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sable
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sableur | sableurs |
θηλυκό | sableuse | sableuses |
sableur (fr)