Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμμοβολιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αμμοβολιστ
ής
οι
αμμοβολιστ
ές
γενική
του
αμμοβολιστ
ή
των
αμμοβολιστ
ών
αιτιατική
τον
αμμοβολιστ
ή
τους
αμμοβολιστ
ές
κλητική
αμμοβολιστ
ή
αμμοβολιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμμοβολιστής
<
αμμοβολή
+
-ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμμοβολιστής
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
τεχνίτης
εξειδικευμένος στην
αμμοβολή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αμμοβολή
,
άμμος
και
βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμμοβολιστής
γαλλικά
:
sableur
(fr)