αμμοβολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμμοβολή < άμμ(ος) + -ο- + βολή, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sandblasting
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμμοβολή θηλυκό
- (τεχνολογία) μέθοδος καθαρισμού αντικειμένων ή επιφανειών (όπως αφαίρεση σκουριάς, βερνικιού, χρώματος κ.λπ.), ή εγγραφής κι επεξεργασίας (λ.χ. στην υαλουργία) με εκτόξευση άμμου με πίεση
Συγγενικά επεξεργασία
- αμμοβολέας
- αμμοβολείο
- αμμοβολιστής
- αμμοβολώ
- → δείτε τις λέξεις άμμος και βάλλω