Ετυμολογία

επεξεργασία
sablage < sable

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sablage sablages

sablage (fr) αρσενικό

  1. η επικάλυψη με άμμο
  2. ο καθαρισμός μεταλλικής επιφάνειας με ρίψη άμμου
  3. (γαστρονομία) το ζύμωμα ενός ζυμαριού ώστε να πάρει μια υφή σπυρωτή, σαν της άμμου