σπυρωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπυρωτός | η | σπυρωτή | το | σπυρωτό |
γενική | του | σπυρωτού | της | σπυρωτής | του | σπυρωτού |
αιτιατική | τον | σπυρωτό | τη | σπυρωτή | το | σπυρωτό |
κλητική | σπυρωτέ | σπυρωτή | σπυρωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπυρωτοί | οι | σπυρωτές | τα | σπυρωτά |
γενική | των | σπυρωτών | των | σπυρωτών | των | σπυρωτών |
αιτιατική | τους | σπυρωτούς | τις | σπυρωτές | τα | σπυρωτά |
κλητική | σπυρωτοί | σπυρωτές | σπυρωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασπυρωτός, -ή, -ό
- που τα σπυριά που τον συναποτελούν, οι κόκκοι του, είναι διακριτοί μεταξύ τους και δεν έχουν γίνει ένας χυλός, ένας λαπάς
- Ειδικά το υπέροχο κασιώτικο πιλάφι απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία και πρέπει να σερβιριστεί στην ώρα του ζεστό και σπυρωτό. Λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τα μυστικά του. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπυρί
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπυρωτός