sablé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sablé | sablés |
sablé (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sablé | sablés |
θηλυκό | sablée | sablées |
sablé (fr)
- που έχει την υφή ενός τέτοιου μπισκότου