ενικός         πληθυντικός  
sablière sablières

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sablière (fr) θηλυκό

  1. (τεχνολογία) μεγάλο οριζόντιο δοκάρι που υποστηρίζει άλλα, σε ξύλινη δομή
  2. αμμορυχείο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sable