sablière
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sablière | sablières |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsablière (fr) θηλυκό
- (τεχνολογία) μεγάλο οριζόντιο δοκάρι που υποστηρίζει άλλα, σε ξύλινη δομή
- αμμορυχείο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sable
ενικός | πληθυντικός |
sablière | sablières |
sablière (fr) θηλυκό