σαλτσιέρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλτσιέρα | οι | σαλτσιέρες |
γενική | της | σαλτσιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σαλτσιέρα | τις | σαλτσιέρες |
κλητική | σαλτσιέρα | σαλτσιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
της Πρωτοελλαδικής Εποχής,
περίπου 2200 π.Χ.
Ετυμολογία Επεξεργασία
σαλτσιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική salsiera με ανάπτυξη του φθόγγου [t] κατά το σάλτσα.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σάλτσ(α) + -ιέρα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /salˈt͡sçe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαλ‐τσιέ‐ρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σαλτσιέρα θηλυκό
- (κουζινικά) σκεύος σε σχήμα μπολ με προχοή, κατάλληλο για το σερβίρισμα της σάλτσας
- (αρχαιολογία< κεραμική συμβατική ονομασία τύπου αγγείου της προϊστορικής εποχής με μακρά προχοή [2]
- ≈ συνώνυμα: κύμβη, ραμφόστομη φιάλη, εμβαμματοδοχείο → δείτε και το αρχαίο ἔμβαμμα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «σαλτσιέρα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Εμβαμματοδοχείο (ή «σαλτσιέρα», κύμβη) searchculture.gr πρόσβαση:2021.10.17.