φάτνωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φάτνωμα < αρχαία ελληνική φάτνωμα < φατνόω / φατνῶ < φάτνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάτνωμα ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) τα κενά που σχηματίζονται καθώς διασταυρώνονται τα δοκάρια στην οροφή ενός κτηρίου καθώς και οι διακοσμητικές πλάκες με ζωγραφιές ή ανάγλυφα, που καλύπτουν τα κενά αυτά
- (αρχιτεκτονική) τα αντίστοιχα κενά στις δοκούς μιας γέφυρας
- (στρατιωτικός όρος) άνοιγμα από το οποίο βγαίνει ο σωλήνας ενός πυροβόλου
- (παρωχημένο) ανοίγματα στα πλευρά ενός πλοίου, από τα οποία έβαλλαν τα κανόνια του
- καθένα από τα διαμερίσματα της ατράκτου ενός αεροπλάνου