ημιφάτνωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ημιφάτνωτος, -η, -ο
- που έχει κατά το ήμισυ φατνώματα, δηλαδή σανίδες ή διακοσμητικές πλάκες με ζωγραφιές ή ανάγλυφα, που καλύπτουν τα κενά των δοκών στο ταβάνι ενός κτίσματος
- Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἡμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ, εἶχεν ὕψος δύο ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιφάτνωτος
|