χθαμαλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χθαμαλός | η | χθαμαλή | το | χθαμαλό |
γενική | του | χθαμαλού | της | χθαμαλής | του | χθαμαλού |
αιτιατική | τον | χθαμαλό | τη | χθαμαλή | το | χθαμαλό |
κλητική | χθαμαλέ | χθαμαλή | χθαμαλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χθαμαλοί | οι | χθαμαλές | τα | χθαμαλά |
γενική | των | χθαμαλών | των | χθαμαλών | των | χθαμαλών |
αιτιατική | τους | χθαμαλούς | τις | χθαμαλές | τα | χθαμαλά |
κλητική | χθαμαλοί | χθαμαλές | χθαμαλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χθαμαλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χθαμαλός [1]
Επίθετο
επεξεργασίαχθαμαλός -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χθαμαλός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χθαμαλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χθαμαλός < χθαμ- (< μεταπτωτική βαθμίδα πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰǵʰemelo- όπως και στο χθών) + -αλός
Επίθετο
επεξεργασίαχθᾰμᾰλός, -ή, -όν, συγκριτικός : χθαμαλώτερος, υπερθετικός : χθαμαλώτατος
- χαμηλός στο ύψος, κοντά στη γη
- αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ κεῖται (δεν έχει ψηλά βουνά (Όμηρος)
- (μεταφορικά) χαμηλού επιπέδου, κατώτερος
- χθαμαλοί καὶ μικροπρεπεῖς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ δείτε και τη λέξη χθών
Πηγές
επεξεργασία- χθαμαλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χθαμαλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.