↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χθαμαλός η χθαμαλή το χθαμαλό
      γενική του χθαμαλού της χθαμαλής του χθαμαλού
    αιτιατική τον χθαμαλό τη χθαμαλή το χθαμαλό
     κλητική χθαμαλέ χθαμαλή χθαμαλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χθαμαλοί οι χθαμαλές τα χθαμαλά
      γενική των χθαμαλών των χθαμαλών των χθαμαλών
    αιτιατική τους χθαμαλούς τις χθαμαλές τα χθαμαλά
     κλητική χθαμαλοί χθαμαλές χθαμαλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χθαμαλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χθαμαλός [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χθαμαλός -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χθαμαλός χθαμαλή τὸ χθαμαλόν
      γενική τοῦ χθαμαλοῦ τῆς χθαμαλῆς τοῦ χθαμαλοῦ
      δοτική τῷ χθαμαλ τῇ χθαμαλ τῷ χθαμαλ
    αιτιατική τὸν χθαμαλόν τὴν χθαμαλήν τὸ χθαμαλόν
     κλητική ! χθαμαλέ χθαμαλή χθαμαλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χθαμαλοί αἱ χθαμαλαί τὰ χθαμαλᾰ́
      γενική τῶν χθαμαλῶν τῶν χθαμαλῶν τῶν χθαμαλῶν
      δοτική τοῖς χθαμαλοῖς ταῖς χθαμαλαῖς τοῖς χθαμαλοῖς
    αιτιατική τοὺς χθαμαλούς τὰς χθαμαλᾱ́ς τὰ χθαμαλᾰ́
     κλητική ! χθαμαλοί χθαμαλαί χθαμαλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χθαμαλώ τὼ χθαμαλᾱ́ τὼ χθαμαλώ
      γεν-δοτ τοῖν χθαμαλοῖν τοῖν χθαμαλαῖν τοῖν χθαμαλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χθαμαλός < χθαμ- (< μεταπτωτική βαθμίδα πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰǵʰemelo- όπως και στο χθών) + -αλός

  Επίθετο

επεξεργασία

χθᾰμᾰλός, -ή, -όν, συγκριτικός: χθαμαλώτερος, υπερθετικός:  χθαμαλώτατος

  1. χαμηλός στο ύψος, κοντά στη γη
    αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ κεῖται (δεν έχει ψηλά βουνά (Όμηρος)
  2. (μεταφορικά) χαμηλού επιπέδου, κατώτερος
    χθαμαλοί καὶ μικροπρεπεῖς

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη χθών

χαμηλός