αφάτνωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφάτνωτος < α- + φατνωτός < (ελληνιστική κοινή) φατνωτός < αρχαία ελληνική φατνόω / φατνῶ < φάτνη
Επίθετο επεξεργασία
αφάτνωτος, -η, -ο
- που δεν έχει φατνώματα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φάτνωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφάτνωτος
|