Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάτνη οι φάτνες
      γενική της φάτνης των (φατνών)
    αιτιατική τη φάτνη τις φάτνες
     κλητική φάτνη φάτνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αναπαράσταση με τη φάτνη του Χριστού.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάτνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φάτνη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfat.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φάτ‐νη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάτνη θηλυκό

  1. (λόγιο) το παχνί, η κατασκευή που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση τροφής ζώων
  2. (κατ’ επέκταση) η φάτνη που χρησιμοποιήθηκε για κούνια του νεογέννητου Χριστού
  3. (κατ’ επέκταση) διόραμα θείας φάτνης, κάθε αναπαράσταση του στάβλου που γεννήθηκε ο Χριστός, στην οποία συνυπάρχουν τουλάχιστον το Θείο Βρέφος και η Παναγία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
φατν- 

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φᾰτνα-
ονομαστική φάτνη αἱ φάτναι
      γενική τῆς φάτνης τῶν φατνῶν
      δοτική τῇ φάτν ταῖς φάτναις
    αιτιατική τὴν φάτνην τὰς φάτνᾱς
     κλητική ! φάτνη φάτναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φάτν
γεν-δοτ τοῖν  φάτναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάτνη, ήδη ομηρικό < αμάρτυρη αρχική σημασία: πλεχτό καλάθι (που αμφισβητείται από τον Beekes)[1] < *φάθ-νη (δείτε την ελληνιστική μορφή πάθνη) < θέμα *φαθ- + -νη < παραδοσιακά συνδέεται με μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ- (δένω)[2] με συγγενή: σανσκριτική बन्धति (bándhati, δένω).
Ο Beekes αμφισβητεί τη θεωρία αυτή, και πιθανολογεί προελληνική προέλευση.[3]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάτνη, -ης θηλυκό

  1. η φάτνη, το παχνί, η ταΐστρα των ζώων
    [αλόγων] ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 280 (279-280) Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
    ἵππους δὲ Πριάμῳ ὕπαγον ζυγόν, οὓς ὁ γεραιὸς
    αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ
    Έπειτα για τον Πρίαμον ετοίμασαν τους ίππους
    που ανάθρεψεν ο ίδιος στο στιλβωτό παχνί του
    επίσης, 5 (Ε), στίχ. 271 , 6 (Ζ), στίχ. 506 , 10 (Κ), στίχ. 568 ,
    [και βοδιών] Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ), στίχ. 535, επαναλαμβάνεται: 11 (λ), στίχ. 411 (πώς ο Αίγισθος σκότωσε τον Αγαμέμνονα)
    δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ.
    κι αφού δείπνησα, αυτός με κατασκότωσε σα βόδι στο παχνί.
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 30. Μετάφραση (1964): Η. Σπυρόπουλος @greek-language.gr
    πρῶτοι δὲ ἐσῆλθον Τεγεῆται ἐς τὸ τεῖχος, καὶ τὴν σκηνὴν τὴν Μαρδονίου οὗτοι ἦσαν οἱ διαρπάσαντες, τά τε ἄλλα ἐξ αὐτῆς καὶ τὴν φάτνην τῶν ἵππων, ἐοῦσαν χαλκέην πᾶσαν καὶ θέης ἀξίην. τὴν μέν νυν φάτνην ταύτην τὴν Μαρδονίου ἀνέθεσαν ἐς τὸν νηὸν τῆς Ἀλέης Ἀθηναίης Τεγεῆται, τὰ δὲ ἄλλα ἐς τὠυτό, ὅσα περ ἔλαβον, ἐσήνεικαν τοῖσι Ἕλλησι
    Κι οι πρώτοι που μπήκαν στο τείχος ήταν οι Τεγεάτες κι ήταν αυτοί που άρπαξαν τη σκηνή του Μαρδονίου κι ό,τι είχε μέσα, ανάμεσα σ᾽ αυτά και τις φάτνες των αλόγων που ήταν όλες από χαλκό κι αξιοθέατες. Λοιπόν οι Τεγεάτες αυτές τις φάτνες του Μαρδονίου τις αφιέρωσαν στο ναό της Αλέας Αθηνάς, ενώ τα άλλα, όσα έπεσαν στα χέρια τους, τα έφεραν στον κοινό σωρό που έκαναν οι Έλληνες
    ※  5ος αιώνας πκε Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, 13.92 @greek-language.gr. Μετάφραση: Ιωάννης Οικονομίδης.
    τὸν δ᾽ ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται
    τον δε [Πήγασο] στον Όλυμπο δεχτήκαν οι αρχαίοι στάβλοι του Δία. (φάτνες του Δία: για το παχνί του Πήγασου)
  2. (αρχιτεκτονική) το φάτνωμα
  3. (ανθρώπινο σώμα) το φατνίο (των σιαγόνων για τα δόντια)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
φατν- 

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ο Μπέκες (#Beekes) αντιλέγει ότι η ταΐστρα των αλόγων ήταν σταθερή κατασκευή (όπως φαίνεται από το ομηρικό ἐϋξέστῃ (στιλβωτός → δείτε  παράθεμα), και όχι εργασία πλεχτού πλέγματος.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία