φατνίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φατνίο | τα | φατνία |
γενική | του | φατνίου | των | φατνίων |
αιτιατική | το | φατνίο | τα | φατνία |
κλητική | φατνίο | φατνία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φατνίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φατνίον[1] < αρχαία ελληνική φάτνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφατνίο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φατνίο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φατνίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας