• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φατνίο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φατνίο τα φατνία
      γενική του φατνίου των φατνίων
    αιτιατική το φατνίο τα φατνία
     κλητική φατνίο φατνία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φατνίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φατνίον[1] < αρχαία ελληνική φάτνη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φατνίο ουδέτερο

  • η υποδοχή που δημιουργείται στις σιαγόνες για τα δόντια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • φατνιακός
  • φατνοοδοντικός
  • φατνοουρανικός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φατνίο
  • αρχαία ελληνικά: φάτνη, φατνίον

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ φατνίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φατνίο&oldid=6726329"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Μαΐου 2024, στις 15:39

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Μαΐου 2024, στις 15:39.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας