Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φατνιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φατνιακ
ός
η
φατνιακ
ή
το
φατνιακ
ό
γενική
του
φατνιακ
ού
της
φατνιακ
ής
του
φατνιακ
ού
αιτιατική
τον
φατνιακ
ό
τη
φατνιακ
ή
το
φατνιακ
ό
κλητική
φατνιακ
έ
φατνιακ
ή
φατνιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φατνιακ
οί
οι
φατνιακ
ές
τα
φατνιακ
ά
γενική
των
φατνιακ
ών
των
φατνιακ
ών
των
φατνιακ
ών
αιτιατική
τους
φατνιακ
ούς
τις
φατνιακ
ές
τα
φατνιακ
ά
κλητική
φατνιακ
οί
φατνιακ
ές
φατνιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φατνιακός
<
φατνίο
Επίθετο
επεξεργασία
φατνιακός, -ή, -ό
σχετικός με τα
φατνία
(
γλωσσολογία
) (
φθόγγος
) που παράγεται όταν η
γλώσσα
ακουμπά τα
φατνία
των επάνω
δοντιών
Συγγενικά
επεξεργασία
φάτνη
φάτνωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φατνιακός
αγγλικά
:
alveolar
(en)
γαλλικά
:
alvéolaire
(fr)