φατνιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φατνιακός < φατνίο
Επίθετο επεξεργασία
φατνιακός, -ή, -ό
- σχετικός με τα φατνία
- (γλωσσολογία) (φθόγγος) που παράγεται όταν η γλώσσα ακουμπά τα φατνία των επάνω δοντιών
φατνιακός, -ή, -ό