Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διόραμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
διόραμα
τα
διοράμα
τ
α
γενική
του
διοράμα
τ
ος
των
διοραμά
τ
ων
αιτιατική
το
διόραμα
τα
διοράμα
τ
α
κλητική
διόραμα
διοράμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διόραμα
<
αγγλικά
:
diorama
(en)
<
διά
,
δι-
+
όραμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διόραμα
ουδέτερο
τρισδιάστατη απεικόνιση σκηνής (ανεξαρτήτως μεγέθους, θεματολογίας ή υλικού προβολής ή κατασκευής)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διόραμα
αγγλικά
:
diorama
(en)