Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διόραμα τα διοράματα
      γενική του διοράματος των διοραμάτων
    αιτιατική το διόραμα τα διοράματα
     κλητική διόραμα διοράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διόραμα < αγγλικά: diorama (en) < διά, δι- + όραμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διόραμα ουδέτερο

  • τρισδιάστατη απεικόνιση σκηνής (ανεξαρτήτως μεγέθους, θεματολογίας ή υλικού προβολής ή κατασκευής)

  Μεταφράσεις επεξεργασία