Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταΐστρα οι ταΐστρες
      γενική της ταΐστρας των ταϊστρών
    αιτιατική την ταΐστρα τις ταΐστρες
     κλητική ταΐστρα ταΐστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ταΐστρα για πουλιά (με... επισκέπτη!)

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταΐστρα < ταΐζω + κατάληξη θηλυκού -τρα (τάισα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταΐστρα θηλυκό

  1. ειδική συσκευή ή σύστημα (ή απλώς κάποιο μέρος) όπου τοποθετούμε την τροφή ζώων ή πουλιών
  2. σάκος με την τροφή των υποζυγίων, που τον κρεμάμε από το λαιμό τους
     συνώνυμα: τάγιστρο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία