ταΐστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταΐστρα | οι | ταΐστρες |
γενική | της | ταΐστρας | των | ταϊστρών |
αιτιατική | την | ταΐστρα | τις | ταΐστρες |
κλητική | ταΐστρα | ταΐστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταΐστρα θηλυκό
- ειδική συσκευή ή σύστημα (ή απλώς κάποιο μέρος) όπου τοποθετούμε την τροφή ζώων ή πουλιών
- σάκος με την τροφή των υποζυγίων, που τον κρεμάμε από το λαιμό τους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ταΐζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σάκος με την τροφή των υποζυγίων, που τον κρεμάμε από το λαιμό τους
|