feeder
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
feeder | feeders |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfeeder (en)
- η ταΐστρα
- ⮡ a bird feeder - ταΐστρα για πουλιά
- ο τροφοδότης
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- feeder ship (πλοίο τύπου feeder, feeder)