ενικός         πληθυντικός  
feeder feeders

  Ετυμολογία

επεξεργασία
feeder < feed + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

feeder (en)

  1. η ταΐστρα
    ⮡  a bird feeder - ταΐστρα για πουλιά
  2. ο τροφοδότης

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία