Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
feeder feeders

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. η ταΐστρα
  2. ο τροφοδότης

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία