Δείτε επίσης: εὔξεστος, ἐύξεστος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      ἐΰξεστος      ἐϋξέστη
& ἐΰξεστος
     ἐΰξεστον
      γενική ἐϋξέστου ἐϋξέστης
& ἐϋξέστου
ἐϋξέστου
      δοτική ἐϋξέστ ἐϋξέστ
& ἐϋξέστ
ἐϋξέστ
    αιτιατική ἐΰξεστον ἐϋξέστην
& ἐΰξεστον
ἐΰξεστον
     κλητική ! ἐΰξεστε ἐϋξέστη
& ἐΰξεστε
ἐΰξεστον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      ἐΰξεστοι      ἐΰξεσται
& ἐΰξεστοι
     ἐΰξεστ
      γενική ἐϋξέστων ἐϋξέστων
& ἐϋξέστων
ἐϋξέστων
      δοτική ἐϋξέστοις ἐϋξέσταις
& ἐϋξέστοις
ἐϋξέστοις
    αιτιατική ἐϋξέστους ἐϋξέστᾱς
& ἐϋξέστους
ἐΰξεστ
     κλητική ! ἐΰξεστοι ἐΰξεσται
& ἐΰξεστοι
ἐΰξεστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      ἐϋξέστω      ἐϋξέστ
& ἐϋξέστω
     ἐϋξέστω
      γεν-δοτ ἐϋξέστοιν ἐϋξέσταιν
& ἐϋξέστοιν
ἐϋξέστοιν
Το θηλυκό σε -ος, στην Οδύσσεια.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἐΰξεστος, -η, -ον στην Οδύσσεια: -ος, -ος, ον