ἀτιτάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀτιτάλλω < *ἀτταλi̯ω με εισαγωγή του ι ανάμεσα στα ττ (εκφραστικός αναδιπλασιασμός), ρήμα ἀτάλλω → δείτε και τη λέξη ἀταλός (τρυφερός, απαλός).
Ρήμα
επεξεργασίαἀτιτάλλω
- ανατρέφω παιδί
- ανατρέφω, εκτρέφω ζώα, φροντίζω, περιποιούμαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 280 (279-280) Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- επιβλέπω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- ενεργητικός αόριστος: ἀτίτηλα
- μέσος αόριστος: ἀτιτήλατο
- μετοχές: ἀτιταλλόμενος
Πηγές
επεξεργασία- ἀτιτάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτιτάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.