ἄττα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίαἄττα
- (αόριστη αντωνυμία) ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (τί) του τίς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαη αόριστη αντωνυμία «τίς» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||||
ονομαστική | τὶς | τὶ | τινὲς | τινὰ, ἄττα | τινέ | ||||
γενική | τινὸς, του | τινὸς, του | τινῶν | τινῶν | τινοῖν | ||||
δοτική | τινὶ, τῳ | τινὶ, τῳ | τισὶ(ν) | τισὶ(ν) | τινοῖν | ||||
αιτιατική | τινά | τί | τινάς | τινά, ἄττα | τινέ | ||||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |