εὔξεστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εὔξεστος | ἡ | εὐξέστη | τὸ | εὔξεστον |
γενική | τοῦ | εὐξέστου | τῆς | εὐξέστης | τοῦ | εὐξέστου |
δοτική | τῷ | εὐξέστῳ | τῇ | εὐξέστῃ | τῷ | εὐξέστῳ |
αιτιατική | τὸν | εὔξεστον | τὴν | εὐξέστην | τὸ | εὔξεστον |
κλητική ὦ! | εὔξεστε | εὐξέστη | εὔξεστον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | εὔξεστοι | αἱ | εὔξεσται | τὰ | εὔξεστᾰ |
γενική | τῶν | εὐξέστων | τῶν | εὐξέστων | τῶν | εὐξέστων |
δοτική | τοῖς | εὐξέστοις | ταῖς | εὐξέσταις | τοῖς | εὐξέστοις |
αιτιατική | τοὺς | εὐξέστους | τὰς | εὐξέστᾱς | τὰ | εὔξεστᾰ |
κλητική ὦ! | εὔξεστοι | εὔξεσται | εὔξεστᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐξέστω | τὼ | εὐξέστᾱ | τὼ | εὐξέστω |
γεν-δοτ | τοῖν | εὐξέστοιν | τοῖν | εὐξέσταιν | τοῖν | εὐξέστοιν |
Θηλυκό σε -ος στην Οδύσσεια. Δείτε ἐΰξεστος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὔξεστος, -η, -ον στην Οδύσσεια: -ος, -ος, -ον στον επικός τύπος : ἐΰξεστος
- (για δουλειά μαραγκού)
- καλοσχεδιασμένος
- καλογυαλισμένος, λουστραρισμένος, στιλβωτός, στιλπνός
- → δείτε παράθεμα στο ἐΰξεστος
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εὔξεστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔξεστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.