↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντοφατνιακός η οδοντοφατνιακή το οδοντοφατνιακό
      γενική του οδοντοφατνιακού της οδοντοφατνιακής του οδοντοφατνιακού
    αιτιατική τον οδοντοφατνιακό την οδοντοφατνιακή το οδοντοφατνιακό
     κλητική οδοντοφατνιακέ οδοντοφατνιακή οδοντοφατνιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντοφατνιακοί οι οδοντοφατνιακές τα οδοντοφατνιακά
      γενική των οδοντοφατνιακών των οδοντοφατνιακών των οδοντοφατνιακών
    αιτιατική τους οδοντοφατνιακούς τις οδοντοφατνιακές τα οδοντοφατνιακά
     κλητική οδοντοφατνιακοί οδοντοφατνιακές οδοντοφατνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οδοντοφατνιακός < οδοντο- + φατνιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dentoalveolar[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

οδοντοφατνιακός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. οδοντοφατνιακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)