panel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
panel | panels |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpanel (en)
- ο πίνακας
- η κριτική επιτροπή, μια ομάδα ειδικών που δίνουν τις συμβουλές ή τη γνώμη τους για κάτι
- ⮡ The panel regarded his work positively.
- Η κριτική επιτροπή αντιμετώπισε το έργο του θετικά.
- ⮡ The panel regarded his work positively.