Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυγονοκόλληση οι οξυγονοκολλήσεις
      γενική της οξυγονοκόλλησης των οξυγονοκολλήσεων
    αιτιατική την οξυγονοκόλληση τις οξυγονοκολλήσεις
     κλητική οξυγονοκόλληση οξυγονοκολλήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οξυγονοκόλληση από τεχνίτη.

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυγονοκόλληση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀξυγονοκόλλησις < οξυγόν(ον) + -ο- + κόλληση (με -σις > -ση), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oxywelding [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ksi.ɣo.noˈko.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξυ‐γο‐νο‐κόλ‐λη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξυγονοκόλληση θηλυκό

  1. (μεταλλουργία) τεχνική συγκόλλησης ή κοπής μετάλλων με την καύση μίγματος οξυγόνου και ενός άλλου αερίου
  2. η συσκευή που χρησιμοποιείται στην τεχνική αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία