οξυγονοκολλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οξυγονοκολλητής < οξυγονοκόλληση
Ουσιαστικό επεξεργασία
οξυγονοκολλητής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο τεχνίτης που συγκολλά μέταλλα χρησιμοποιώντας οξυγονοκόλληση
οξυγονοκολλητής αρσενικό