Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυγονοκοπή οι οξυγονοκοπές
      γενική της οξυγονοκοπής των οξυγονοκοπών
    αιτιατική την οξυγονοκοπή τις οξυγονοκοπές
     κλητική οξυγονοκοπή οξυγονοκοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυγονοκοπή < οξυγόν(ο) + -ο- + κοπή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oxygen cutting[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξυγονοκοπή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. οξυγονοκοπήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)