νεβάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεβάρι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Σημειώσεις
επεξεργασία- ονομασίες: Newar, Newari, ή Nepal Bhasa
- κωδικός γλώσσας: new
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεβάρι
|