λαχάνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαχάνιασμα < λαχανιάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαχάνιασμα ουδέτερο
- δυσκολία αναπνοής, λόγω έντονης προσπάθειας ή άσθματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαχάνιασμα