κοντανάσασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντανάσασμα < κοντανασαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοντανάσασμα ουδέτερο
- μικρή και γρήγορη αναπνοή, συνήθως λόγω έντονης προσπάθειας
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοντανάσασμα
→ δείτε τη λέξη λαχάνιασμα |