Ετυμολογία

επεξεργασία
short of < → δείτε τις λέξεις short και of

  Έκφραση

επεξεργασία

short of (en)

  • (ιδιωματισμός) εκτός (από)
    ⮡  He is capable of any crime short of murder.
    Είναι ικανός για κάθε έγκλημα εκτός από φόνο.
    ⮡  Short of a miracle, we’re done for.
    Αν δεν γίνει κάνα θαύμα χαθήκαμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides
  • short of - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 275. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εκτός