παραθετικά
θετικός short-term
συγκριτικός shorter-term
υπερθετικός shortest-term

Ετυμολογία

επεξεργασία
short-term < short + term

short-term (en)

  1. βραχυπρόθεσμος, ολιγοήμερος
      short-term plans - βραχυπρόθεσμα σχέδια
      They speculate on short-term fluctuations in asset prices.
    Κερδοσκοπούν στις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων.
      short-term stay - ολιγοήμερη διαμονή
  2. βραχυχρόνιος
      short-term memory - βραχυχρόνια μνήμη

Αντώνυμα

επεξεργασία