short-term
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | short-term |
συγκριτικός | shorter-term |
υπερθετικός | shortest-term |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
short-term (en)
- βραχυπρόθεσμος, ολιγοήμερος
- ⮡ short-term plans - βραχυπρόθεσμα σχέδια
- ⮡ They speculate on short-term fluctuations in asset prices.
- Κερδοσκοπούν στις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων.
- ⮡ short-term stay - ολιγοήμερη διαμονή
- βραχυχρόνιος
- ⮡ short-term memory - βραχυχρόνια μνήμη