παραθετικά
θετικός short-term
συγκριτικός shorter-term
υπερθετικός shortest-term

  Ετυμολογία

επεξεργασία
short-term < short + term

  Επίθετο

επεξεργασία

short-term (en)

  1. βραχυπρόθεσμος, ολιγοήμερος
    ⮡  short-term plans - βραχυπρόθεσμα σχέδια
    ⮡  short-term stay - ολιγοήμερη διαμονή
  2. βραχυχρόνιος
    ⮡  short-term memory - βραχυχρόνια μνήμη

Αντώνυμα

επεξεργασία