Ετυμολογία

επεξεργασία
fall short < → δείτε τις λέξεις fall και short

  Έκφραση

επεξεργασία

fall short (en)

  • (ιδιωματισμός) υπολείπομαι, υστερώ, που αποτυγχάνει να φτάσει στο επίπεδο που περίμενα ή χρειαζόμουν
    ⮡  The box office receipts fell short of the theater director’s expectations.
    Οι εισπράξεις του ταμείου υπελήφθησαν των προσδοκιών του διευθυντού του θεάτρου.
    ⮡  Your performance falls short of what we expected.
    Η επίδοσή σου υστερεί, δεν είναι αυτό που περιμέναμε.